ἀπάρθενος

From LSJ
Revision as of 12:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάρθενος Medium diacritics: ἀπάρθενος Low diacritics: απάρθενος Capitals: ΑΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: apárthenos Transliteration B: aparthenos Transliteration C: aparthenos Beta Code: a)pa/rqenos

English (LSJ)

ον,

   A no more a maid, Theoc.2.41; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον 'virgin wife and widowed maid', E.Hec.612.

German (Pape)

[Seite 280] nicht mehr Jungfrau, Theocr. 2, 41; aber παρθένος ἀπάρθενος Eur. Hec. 610 = unglückliche Jungfrau.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάρθενος: -ον, ἡ μηκέτι παρθένος, Θεόκρ. 2. 41· νύμφην τ’ ἄνυμφον παρθένον τ’ ἀπάρθενον, «κακοπάρθενον παρθένον καὶ κακόνυμφον νύμφην» (Σχόλ.) Εὐρ. Ἑκ. 612.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
παρθένος ἀπάρθενος EUR vierge qui n’est plus vierge en parl. de Polyxène mariée à l’ombre d’Achille et dès lors ἀπάρθενος, mais παρθένος puisque c’est à une ombre qu’elle est mariée.
Étymologie: ἀ, παρθένος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser llamada virgen παρθένον τ' ἀπάρθενον de Polixena sacrificada como desposada con Aquiles, E.Hec.612.
2 no virgen, desflorada ἔθηκε κακὰν καὶ ἀ. ἦμεν Theoc.2.41.

Greek Monolingual

(I)
ἀπάρθενος, -ον (Α)
αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα.
(II)
-η, -ο
1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι»)
2. αδούλευτος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α- (προθετ.) + παρθένος
β) < αει-πάρθενος
και γ) < ευ-πάρθενος].

Greek Monotonic

ἀπάρθενος: -ον, αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα, σε Θεόκρ.· νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον, «παντρεμένη παρθένα και χήρα νύφη», σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάρθενος:
1) Theocr. = ἀπαρθένευτος;
2) не познавшая девичьих радостей: παρθένος ἀ. Eur. несчастная дева (о Поликсене, обрученной с тенью Ахилла).

Middle Liddell


no more a maid, Theocr.; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον "virgin wife and widow'd maid, " Eur.