ἀρτιφυής
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ές,
A just born, ἀ. ἔθανον Epigr.Gr. 334.11 (Ilium), cf. Inscr.Cos343; fresh, κράμβη AP6.21, cf. Dsc.3.15; κύκλος ἰούλων Nonn.D.3.416. II of number, even, Hp.Septim. 9.
German (Pape)
[Seite 362] κράμβη, eben gewachsen, Ep. ad. 176 (VI, 21). – Aber ἀριθμός, gerade Zahl, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui vient de naître, de pousser;
2 en parl. de nombres pair.
Étymologie: ἄρτι, φύω.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐφυής) -ές
I 1de pers. que apenas pudo desarrollarse, de tierna edad esp. de hombres jóvenes ἀνήρ IKyme 49.8 (II/I a.C.), ἀ. ἔθανον IIl.176.11 (II d.C.), cf. IC 343.
2 que empieza a despuntar κύκλος ἰούλων Nonn.D.3.416
•esp. de plantas tierno κράμβη AP 6.21, βλάστησις Dsc.1.praef.7, πόα Dsc.3.14, φύλλα Gp.2.6.32, cf. Nonn.D.12.191, Poll.1.231.
II de números par por naturaleza Hp.Oct.1.8.
Greek Monolingual
ἀρτιφυής, -ές (AM)
1. αυτός που τώρα μόλις βλάστησε
2. ο νεογέννητος
αρχ.
(για αριθμό) ο άρτιος.
Greek Monotonic
ἀρτιφυής: -ές και ἀρτί-φῠτος, -ον, (φύομαι), αυτός που μόλις γεννήθηκε, νέος, φρέσκος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιφυής: недавно уродившийся, т. е. свежий (κράμβη Anth.).