παραποδίζω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A entangle the feet, fetter, tether : hence, generally, hinder, impede, Plb.2.28.8, 18.31.6 :—Pass., to be entangled, hampered, Pl.Lg.652b, Ep.330b, Plb.16.4.10, Gal.9.575 ; τῶν αἰσθήσεων -πεποδισμένων Metrod.Herc.831.5 ; π. εἴς or πρός τι, S.E.M.1.171, 193 ; τὴν ῥύμην τοῖ δρόμου Hld.10.30.
German (Pape)
[Seite 495] die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισθείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισθῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηθῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσθαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.
Greek (Liddell-Scott)
παραποδίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - κυρίως, ὡς τὸ Λατ. impedio, περιπλέκω τοὺς πόδας· ὅθεν καθόλου, παρεμποδίζω, κωλύω, «ἐμποδὼν γίνομαι» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.
French (Bailly abrégé)
entraver, empêcher ; Pass. être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, πρός τι, εἴς τι.
Étymologie: παρά, ποδίζω.
Greek Monolingual
Α
1. περιπλέκω τα πόδια
2. παρεμποδίζω, δεσμεύω
3. παθ. παραποδίζομαι
πέφτω σε πλάνη, εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ποδίζω «δένω τα πόδια»].
Greek Monotonic
παραποδίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μπερδεύω τα πόδια, γενικά, παρεμποδίζω, παρακωλύω, σε Πολύβ. — Παθ., εξαπατώμαι, παγιδεύομαι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παραποδίζω: связывать по (рукам и) ногам, т. е. препятствовать, мешать (τῶν ὅπλων χρείαν Polyb.): παραποδίζεσθαι εἴς или πρός τι Sext. ощущать помеху в чем-л.; μὴ παραποδισθῶμεν Plat. чтобы нам не оказаться в безвыходном положении.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-ποδίζω hinderen.
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to entangle the feet; generally, to impede, Polyb.:—Pass. to be ensnared, Plat.