γαύρωμα
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ατος, τό,
A subject for boasting, E.Tr.1250, Aristid.Or.28(49).124.
German (Pape)
[Seite 476] τό, das worauf man stolz ist, Prunk, Eur. Tr. 1250.
Greek (Liddell-Scott)
γαύρωμα: τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, αἰτία ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sujet d’orgueil.
Étymologie: γαυρόομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto o motivo de orgullo E.Tr.1250, Aristid.Or.28.124.
Greek Monolingual
το (Α)
αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαυρούμαι
το ενεργητικό μεταβιβαστικό γαυρώ είναι μεταγενέστερο].
Greek Monotonic
γαύρωμα: τό (γαυρόομαι), αιτία υπερηφάνειας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γαύρωμα: ατος τό предмет гордости, слава: κενὸν γ. Eur. тщеславие.
Middle Liddell
γαυρόομαι
a subject for boasting, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαύρωμα -ατος, τό γαυρόω bron van trots :. κενὸν... γαύρωμα een ijdele bron van trots Eur. Tr. 1250.