κρώπιον

From LSJ
Revision as of 13:23, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1, $2-$3")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρώπιον Medium diacritics: κρώπιον Low diacritics: κρώπιον Capitals: ΚΡΩΠΙΟΝ
Transliteration A: krṓpion Transliteration B: krōpion Transliteration C: kropion Beta Code: krw/pion

English (LSJ)

τό,

   A scythe, bill-hook, Pherecyd.154 J.:—in Hsch. κρώβιον (κρόβ- cod.).

German (Pape)

[Seite 1517] τό, die Sichel; Pherecyd. bei Poll. 10, 128; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κρώπιον: τό, δρέπανον, θέριστρον, Φερεκύδ. (110) παρὰ Πολυδ. Ι΄, 128· παρ᾿ Ἡσύχ. κρώβιον.

Greek Monolingual

κρώπιον και στον Ησύχ. κρώβιον, τὸ (Α)
1. δρέπανο
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη δίστομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρώπιον προέρχεται πιθ. < κρώψ- και ανάγεται στην εκτεταμένηετεροιωμένη βαθμίδα (s)krō-p- της ΙΕ ρίζας (s)kre-p-, που αποτελεί παρεκτεταμένη (με χειλικό -ρ-) μορφή της ρίζας (s)kre- «κόβω». (Πρόκειται για παράλληλη μορφή της ρίζας (s)ker-, πρβλ. καρπός (Ι), σκέπαρνος, σκορπίος). Το επίθημα -ιον της λ. κρώπ-ιον δηλώνει εργαλείο (πρβλ. ακόντ-ιον, λυχν-ίον, χαλκ-ίον). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. kŗpāna- «ξίφος», μέσ. ιρλδ. corran «δρέπανο», λιθουαν. kerpu, kirpti «κόβω» και λατ. carpō «δρέπω καρπούς, καρπολογώ»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: sickle, scythe (Pherekyd. 154 J.); H. also κρώβιον (cod. also κρόπ- and κρόβ-).
Other forms: better -ίον
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as λυχνίον, χαλκίον, ἀκόντιον and other instrument-names in -ιον (Chantraine Formation 58), so from a noun (*κρώψ v. t.). No direct agreement, but certainly somehow cognate with Skt. kr̥pāṇa- sword, MIr. corrán sickle (IE *korp-) which differ in ablaut and formation. Related verbs are a. o. Lith. kerpù, kir̃pti cut, shave, Lat. carpō pluck off. - Further Pok. 944f., Fraenkel Wb. s. kir̃pti 1. W.-Hofmann s. carpō. Cf. 1. καρπός, also σκορπίος and σκέπαρνος. - Seen the variation the word must be Pre-Greek; Fur. 148 reminds of Hurrit. hurubbi sword.

Frisk Etymology German

κρώπιον: (besser -ίον)
{krṓpion}
Forms: H. auch κρώβιον (cod. auch κρόπ- und κρόβ-).
Grammar: n.
Meaning: Sichel, Sense (Pherekyd. 154 J.);
Etymology : Bildung wie λυχνίον, χαλκίον, ἀκόντιον und andere Gerätenamen auf -ιον (Chantraine Formation 58), somit gewiß von einem Nomen (*κρώψ o. ä.) ausgehend. Ohne unmittelbare Entsprechung, aber sicher mit den in Ablaut und Bildung abweichenden aind. kr̥pāṇa- Schwert, mir. corrán Sichel (idg. *qorp-) irgendwie zusammenhängend. Primäre zugehörige Verba sind u. a. lit. kerpù, kir̃pti schneiden, scheren, lat. carpō abpfiücken. — Weitere Formen m. reicher Lit. bei WP. 2, 580ff., Pok. 944f., Fraenkel Wb. s. kir̃pti 1. W.-Hofmann s. carpō. Vgl. 1. καρπός, auch σκορπίος und σκέπαρνος.
Page 2,31