Θρᾴκιος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
α, ον, Thracian, Th.5.10, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, Il.10.559, Hdt.1.168 codd.:—contr. Θρῄκιος, α, ον (-ος, ον E.Fr.369.4 (lyr.)), A.Ag.654, E.Hec.36:—Σάμος Θρηϊκίη,= Σαμοθράκη, Il.13.13. [
A Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]
Greek (Liddell-Scott)
Θρᾴκιος: -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· Σάμος Θρῃϊκίη = Σαμοθρᾴκη, Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. Θρᾳκικός.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Θρακιά Θράκη
αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.
Greek Monotonic
Θρᾴκιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], -η, -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. Θρῄκιος, -α, -ον, σε Τραγ.· Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθρᾴκη, σε Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Θρᾴκιος: эп.-ион. Θρηΐκιος, поэт. тж. Θρῄκιος 3 фракийский Thuc., Xen.