διάλευκος

From LSJ
Revision as of 13:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλευκος Medium diacritics: διάλευκος Low diacritics: διάλευκος Capitals: ΔΙΑΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: diáleukos Transliteration B: dialeukos Transliteration C: dialefkos Beta Code: dia/leukos

English (LSJ)

ον,

   A quite white, Arist.Pr.894a39, LXXGe.30.32, Str.17.1.31, Plu.Alex.51, Aret.SD2.13; αἱ λίμναι -ότεραι τῆς θαλάττης Arist. Pr.932a29.

Greek (Liddell-Scott)

διάλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 6, Στράβων 807, Πλούτ. Ἀλεξ. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de blanc, blanchâtre.
Étymologie: διά, λευκός.

English (Slater)

διάλευκος
   1 white all through δια[λ]εύκων ὀστέ[ων] (supp. Lobel: fort. διὰ λ. legendum) fr. 169. 28.

Spanish (DGE)

-ον
1 medio blanco, mezclado con blanco, blanquecino ὀστέον Pi.Fr.169a.24, τὸ δέρμα Arist.Pr.894a39, αἱ λίμναι διαλευκότεραι τῆς θαλάττης Arist.Pr.932a29, λιθάριον στρόγγυλον διάλευκον Ath.Askl.4.121 (III a.C.), πρόβατον LXX Ge.30.32, cf. 31.10, βοῦς ... δ. τὸ μέτωπον de Apis, Str.17.1.31
de la túnica de los reyes persas, D.S.17.77, Plu.Alex.51, κιθών llevado por un sacerdote ICos ED 180.22 (I a.C.), κέρατα del elefante, Aret.SD 2.13.3, βάλτις DP 10.11 en SEG 37.335.3.22.
2 subst. τὸ δ. bot. dialeucon variedad blanca del azafrán, Plin.HN 21.33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάλευκος, -ον)
κατάλευκος
νεοελλ.
σαφέστατος, ολοφάνερος, ολοκάθαρος
αρχ.
αυτός που είναι ανάμικτος ή στολισμένος με λευκό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διά-λευκος -ον stralend wit.

Russian (Dvoretsky)

διάλευκος: беловатый, белесоватый, с оттенком белизны (δέρματα καὶ τρίχες Arst.; χιτών Plut.).