δημιουργικός

From LSJ
Revision as of 22:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιουργικός Medium diacritics: δημιουργικός Low diacritics: δημιουργικός Capitals: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: dēmiourgikós Transliteration B: dēmiourgikos Transliteration C: dimiourgikos Beta Code: dhmiourgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a craftsman, βίος Pl.Phdr.248e; ἀρετή Id.Prt.322d; τεχνήματα craftsmen's works, Id.Lg.846d; τιμαί, of cooks, Clidem.2. Adv. -κῶς in a workmanlike manner, Ar.Pax429.    2 creative, θεός Numen. ap. Eus.PE11.18; τετρακτύς Hierocl.in CA20p.466M.; αἴτια, δυνάμεις, Iamb.Myst.5.26, 10.6; νοῦς Phlp.in Mete. 12.25; -κόν, τό, opp. πατρικόν (as οὐσιοποιόν to εἰδοποιόν), Procl.Inst. 157, cf. Dam.Pr.184. Adv. -κῶς Syrian.in Metaph.82.31.    II of or for the magistrates, τὸ δ. the official class, Arist.Pol.1291a34.

German (Pape)

[Seite 562] ή, όν, 1) zum Handwerker gehörig; βίος Plat. Phaedr. 248 o; τέχνη, ἀρετή, Prot. 322 bd; ἔθνος Gorg. 455 b; πλῆθος δ. καὶ βάναυσον Pol. 10, 8. – 2) die Staarsgeschäfte betreffend, Arist. Pol. 4, 4; οἱ δ., der Staatsgeschäfte treibende Theil des Volks, 4, 3, 14. – Adv., -ικῶς; φράζε, wie ein Kunstverständiger, Ar. Pax 421.

Greek (Liddell-Scott)

δημιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἐκ δημιουργοῦ ἢ ἀνήκων εἰς δημιουργόν, ἤτοι τεχνίτην, Πλάτ. Φαίδρ. 248Ε· ἡ δ. τέχνη ὁ αὐτ. Πρωτ. 322D· δ. τεχνήματα, βάναυσα ἔργα χειρώνακτος, ὁ αὐτ. Νόμ. 846D. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὡς τεχνίτης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 429. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τοὺς ἄρχοντας, τὸ δημιουργικόν, ἡ τάξις τῶν ἐχόντων ἀξίωμά τι, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 16· δ. τιμαὶ Ἀθήν. 660C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’ouvrier manuel, d’artisan.
Étymologie: δημιουργός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que es propio de o perteneciente a los artesanos, artesanal, βίος Pl.Phdr.248e, ἀρετή Pl.Prt.322d, τεχνήματα Pl.Lg.846d, cf. Prt.322b, D.H.Comp.6.2, φῦλον ... μαγείρων ἐχόντων δημιουργικὰς τιμάς Clidem.5b, γένος ... χειρωνακτικὸν καὶ δ. D.Chr.12.69, cf. 12.44, 47.
2 compuesto o formado por artesanos ἔθνος Pl.Grg.455b, πλῆθος ... δ. καὶ βάναυσον καὶ θαλαττουργόν muchedumbre de artesanos, obreros manuales y marineros Plb.10.8.5.
II creador θεός Numen.12.14, ἡ τῆς δημιουργικῆς τετρακτύος γνῶσις el conocimiento de la suma creadora de los cuatro primeros números entre los pitagóricos, Hierocl.in CA 20.21, αἰτίαι Iambl.Myst.5.26, δυνάμεις Iambl.Myst.10.6, ὁ θεῖος νοῦς καὶ δ. Phlp.in Mete.12.25, τὸ δ. (αἴτιον) op. πατρικόν Procl.Inst.157, cf. Dam.in Prm.184.
III que es propio de o concierne a los magistrados neutr. subst. τὸ δ. la clase de los magistrados τὸ δ. καὶ τὸ περὶ τὰς ἀρχὰς λειτουργοῦν Arist.Pol.1291a35.
IV adv. -ῶς
1 artísticamente ποεῖν Ar.Pax 429.
2 de manera creadora προϋπάρχειν Syrian.in Metaph.82.31.
3 por causa del demiurgo ἡ ψυχὴ διαιρεῖται πρῶτον δ. Hero Def.136.5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δημιουργικός, -ή, -όν) δημιουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό
νεοελλ.
ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος»)
αρχ.
1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ του μηδενός («δημιουργικός Θεός»)
3. το ουδ. ως ουσ. το δημιουργικόν
(για τους άρχοντες) η τάξη όσων έχουν το αξίωμα του δημιουργού
II. επίρρ. δημιουργικά (AM δημιουργικῶς)
με τρόπο δημιουργικό, εμπνευσμένο
αρχ.
όπως ταιριάζει σε χειρώνακτα («φράζε δημιουργικῶς»).

Greek Monotonic

δημιουργικός: -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ένα δημιουργόν ή χειροτέχνη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δημιουργικός: ремесленный (τέχνη Plat.): δημιουργικὸν ἔθνος Plat. или πλῆθος Polyb. ремесленники, мастеровые.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιουργικός -ή -όν [δημιουργία] van handwerkslieden; adv. δημιουργικῶς als een vakman:. φράζε δημιουργικῶς leg het uit als een vakman Aristoph. Pax 429. van overheidsdienaren.

Middle Liddell

[from δημιουργός
of or for a δημιουργός or handicraftsman, Plat.