θηροφόνος

From LSJ
Revision as of 08:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροφόνος Medium diacritics: θηροφόνος Low diacritics: θηροφόνος Capitals: ΘΗΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: thērophónos Transliteration B: thērophonos Transliteration C: thirofonos Beta Code: qhrofo/nos

English (LSJ)

ον, also η, ον Thgn.11, prob. in Ar.Th.320:—

   A killing wild beasts, epith. of Artemis, Thgn. l.c., Ar. l.c.; θεά E.HF378 (lyr.); of Apollo, AP9.525.9; θεός, i.e. Hadrian, Pancrat.Oxy.1085.31; κύνες E.Hipp.216 (anap.).    II θ., τό, v.l. for θηλυφόνον, Dsc.4.76.

German (Pape)

[Seite 1210] bei Theogn. 11 u. Ar. Th. 320 Artemis θηροφόνη, Wild tödtend; κύνες Eur. Hipp. 216, wie Diod. 7 (VI, 348); χεῖρες Archi. 27 (Plan. 94); Artemis Eur. Herc. Fur. 378.

Greek (Liddell-Scott)

θηροφόνος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Θέογν. 11· - ὁ φονεύων ἄγρια ζῷα, ἔνθ’ ἀνωτ.· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 216· Ἄρτεμις ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 378, Ἀριστοφ. Θεσμ. 320· Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. ΙΙ. θηροφόνον, τό, τὸ φονεῦον τὰ θηρία, ἀκόνιτον, Διοσκ. 4. 77.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
qui tue les bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

θηροφόνος, -ον και -ος, -η, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα
2. επίθ. της Αρτέμιδος και του Απόλλωνος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον
(διάφ. γρ. του θηλυφόνον)
αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, κν. στριγγλοβοτανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -φόνος (< θείνω), πρβλ. λεοντο-φόνος, φασσο-φόνος.

Greek Monotonic

θηροφόνος: -ον και -η, -ον, αυτός που φονεύει άγρια ζώα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θηροφόνος: 2, редко 3 убивающий диких животных (Ἄρτεμις Eur.; κύνες Eur., Anth.).

Middle Liddell

θηρο-φόνος, ον
killing wild beasts, Eur.