κιβδηλεία

From LSJ
Revision as of 16:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιβδηλεία Medium diacritics: κιβδηλεία Low diacritics: κιβδηλεία Capitals: ΚΙΒΔΗΛΕΙΑ
Transliteration A: kibdēleía Transliteration B: kibdēleia Transliteration C: kivdileia Beta Code: kibdhlei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A adulteration, Pl.Lg.916d, 920c.

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, (eigtl. Beimischung von Metallschlacken, Poll. 3, 86; gew. übertr.) Verfälschung, Betrug; neben ψεῦδος u. ἀπάτη Plat. Legg. XI, 916 d; Sp. S. κιβδηλία.

Greek (Liddell-Scott)

κιβδηλεία: ἡ, νόθευσις, Πλάτ. Νόμ. 916D, 920C.

Greek Monolingual

και κιθδηλία, η (ΑΜ κιβδηλεία και -ία, Α ιων. τ. -ίη)
1. το να είναι κάτι κίβδηλο, η πλαστότητα, η νόθευση, η νοθεία
2. μτφ. φαυλότητα, απάτη, ανειλικρίνεια, δολιότητα («πολλήν γ' ἀφεῑλες τοῦ βίου κιβδηλίαν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
νόθευση μεταλλικού νομίσματος ή παραποίηση χαρτονομίσματος
αρχ.
1. σκουριά
2. μτφ. αγυρτεία
3. μτφ. διαφθορά, διαστροφή
4. μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κιβδηλία < κίβδηλος. Ο τ. κιβδηλεία < κιβδηλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιβδηλεία -ας, ἡ [κίβδηλος] het vervalsen.

Russian (Dvoretsky)

κιβδηλεία: ἡ подделывание, подделка Plat.