κλαυθμός

From LSJ
Revision as of 16:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαυθμός Medium diacritics: κλαυθμός Low diacritics: κλαυθμός Capitals: ΚΛΑΥΘΜΟΣ
Transliteration A: klauthmós Transliteration B: klauthmos Transliteration C: klafthmos Beta Code: klauqmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Il.24.717, Od.4.212,801, 17.8, A.Ag.1554 (pl., lyr.), Hdt. 1.111, 3.14, etc.;

   A κλαυθμοὶ παίδων Arist.Pol.1336a35, cf. LXX Ge.45.2, al., Ev.Matt.8.12, Plu.Rom.19; κ. μετὰ δακρύων D.S.32.6.

German (Pape)

[Seite 1446] ὁ, das Weinen, Wehklagen; Il. 24, 717; Od. öfters; παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε Od. 21, 228; καὶ στοναχή Od. 22, 501; καταθάψωμεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν Aesch. Ag. 1533; auch in Prosa, παίδων Arist. polit. 7, 17; Plut. Pericl. 36.

Greek (Liddell-Scott)

κλαυθμός: ὁ, (κλαίω) κλαῦμα, θρῆνος, Ἰλ. Ω. 717, Ὀδ. Δ. 212, 801., Ρ. 8, κτλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1554· καὶ παρ’ Ἀττ. πεζογράφοις, κλαυθμοὶ παίδων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 6· κλ. μετὰ δακρύων Διόδ. 32. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: κλαίω.

English (Strong)

from κλαίω; lamentation: wailing, weeping, X wept.

English (Thayer)

κλαυθμοῦ, ὁ (κλαίω); from Homer down; the Sept. for בְּכִי; weeping, lamentation: Acts 20:37.

Greek Monolingual

ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός)
κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» — γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά
νεοελλ.-μσν.
έντονο παράπονο
μσν.
1. θλιβερός σκοπός
2. θλίψη
3. δάκρυα χαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυ- του κλαίω (πρβλ. αόρ. -κλαυ-σ-α) + επίθημα -θμός (πρβλ. κινη-θμός, μυκη-θμός)].

Greek Monotonic

κλαυθμός: ὁ (κλαίω), θρήνος, οιμωγή, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κλαυθμός: ὁ плач, рыдание (κ. καὶ στοναχή Hom.; κλαυθμοὶ παίδων Arst.): ὁ κ. καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων NT плач и скрежет зубовный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλαυθμός -οῦ, ὁ [κλαίω] weeklacht.

Middle Liddell

κλαυθμός, οῦ, κλαίω
a weeping, Hom., Hdt., Aesch.

Chinese

原文音譯:klauqmÒj 克老特摩士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:慟哭(著) 相當於: (בְּכִי‎)
字義溯源:哀哭,哭,喊叫,號咷;源自(κλαίω)*=鳴咽)。參讀 (κλαίω)同源字
出現次數:總共(8);太(6);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 哀哭(7) 太8:12; 太13:42; 太13:50; 太22:13; 太24:51; 太25:30; 路13:28;
2) 哭(1) 徒20:37