κοινόπλοος

From LSJ
Revision as of 10:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόπλοος Medium diacritics: κοινόπλοος Low diacritics: κοινόπλοος Capitals: ΚΟΙΝΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: koinóploos Transliteration B: koinoploos Transliteration C: koinoploos Beta Code: koino/ploos

English (LSJ)

ον, contr. κοινό-πλους, ουν,

   A sailing in common, ναὸς κ. ὁμιλία, i.e. shipmates, S.Aj.872.

German (Pape)

[Seite 1468] zsgzgn -πλους, gemeinsam zu Schiffe fahrend, ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν κλύεις Soph. Ai. 859, die Schiffsgenossenschaft.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, -ουν, κοινῇ μετά τινος πλέων, σύμπλους, συνταξειδιώτης, ναὸς κοινόπλους ὁμιλία, δηλ. οἱ συνταξειδιῶται, Σοφ. Αἴ. 872.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue en commun.
Étymologie: κοινός, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

κοινόπλοος: стяж. κοινόπλους 2 плывущий вместе, совместно совершающий морское путешествие (ὁμιλια ναός Soph.).