μύξος
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ὁ,
A = μύξων, Ath.7.306f (quoting Arist.HA543b15). II = μυωξός, Suid.
German (Pape)
[Seite 218] ὁ, = μυοξός, zw. ὁ, = μύξινος, Ath. VII, 306 f aus Arist. H. A. 5, 11, wo σμύξων steht u. v. l. μύξων ist.
Greek (Liddell-Scott)
μύξος: ὁ, ἴδε μύξων.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poisson à peau visqueuse, pê lamproie.
Étymologie: μύξα.
Greek Monolingual
(I)
μύξος, ὁ (Α)
μύξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον τ. μύξων, κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. κόκκος - κόκκων)].
(II)
μύξος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «μυωξός».