νεόδρεπτος

From LSJ
Revision as of 14:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόδρεπτος Medium diacritics: νεόδρεπτος Low diacritics: νεόδρεπτος Capitals: ΝΕΟΔΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: neódreptos Transliteration B: neodreptos Transliteration C: neodreptos Beta Code: neo/dreptos

English (LSJ)

ον,

   A fresh-plucked or broken, κλάδοι A. Supp.334, cf. Nic.Th.863 ; ν. βωμοί wreathed with fresh-plucked leaves, Theoc.26.8.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch gepflückt; κλάδοι, Aesch Suppl. 329; sp. D., wie Theocr. 26, 8, Nic. Th. 863, Opp. Hal. 1, 198.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδρεπτος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀποκοπεὶς ἢ θραυσθείς, κλάδοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 333, πρβλ. Νικ. Θηρ. 863· βωμοὶ ν., ἐστεμμένοι, κεκοσμημένοι διὰ προσφάτως κεκομμένων ἀνθέων, Θεόκρ. 26. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fraîchement cueilli.
Étymologie: νέος, δρέπω.

Greek Monolingual

νεόδρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα
2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά-δρεπτος].

Greek Monotonic

νεόδρεπτος: ον (δρέπω), φρεσκοκομμένος, βωμοὶ νεόδρεπτοι, βωμοί στολισμένοι με φρεσκοκομμένα λουλούδια.

Russian (Dvoretsky)

νεόδρεπτος:
1) свежесорванный (κλάδοι Aesch.);
2) покрытый свежей листвой (βωμοί Theocr.).

Middle Liddell

νεό-δρεπτος, ον δρέπω
fresh-plucked, βωμοὶ ν. altars wreathed with fresh-plucked leaves, Theocr.

English (Woodhouse)

newly gathered, newly plucked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)