περιείρω

From LSJ
Revision as of 08:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιείρω Medium diacritics: περιείρω Low diacritics: περιείρω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΡΩ
Transliteration A: perieírō Transliteration B: perieirō Transliteration C: perieiro Beta Code: periei/rw

English (LSJ)

   A insert or fix round, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Hdt.2.96.

German (Pape)

[Seite 574] (s. εἴρω), rings umher einreihen, einfügen, περὶ γομφοὺς πυκνοὺς περιείρουσι τὰ διπήχεα ξύλα, Her. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

περιείρω: παρεμβάλλωπροσαρμόζω ὁλόγυρα, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Ἡρόδ. 2. 96.

French (Bailly abrégé)

attacher ou suspendre autour : τι περί τι attacher une chose autour d’une autre.
Étymologie: περί, εἴρω.

Greek Monolingual

Α
συναρμόζω, παρεμβάλλω γύρω γύρω («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, παρεμβάλλω».

Greek Monotonic

περιείρω: παρεμβάλλω ή προσαρμόζω ολόγυρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιείρω: кругом нанизывать, надевать: περὶ γόμφους τὰ ξύλα π. Her. скреплять доски гвоздями.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-είρω rondom rijgen.

Middle Liddell

to insert or fix round, Hdt.