προσικνέομαι

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσικνέομαι Medium diacritics: προσικνέομαι Low diacritics: προσικνέομαι Capitals: ΠΡΟΣΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prosiknéomai Transliteration B: prosikneomai Transliteration C: prosikneomai Beta Code: prosikne/omai

English (LSJ)

   A come to, reach, δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ π. A. Ag.792 (anap.): also c. gen., reach so far as, come at, τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται Id.Ch.1033; πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου is f.l. in Ar.Eq.761.    2 approach as a suppliant, c. acc. loci, A.Ch.1035.

German (Pape)

[Seite 766] (s. ἱκνέομαι), hinzukommen, hingelangen; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται, Aesch. Ag. 766; bes. als Schutzflehender, προσίξομαι μεσόμφαλόν θ' ἵδρυμα, Λοξίου πέδον, Ch. 1031; c. gen., Ar. Equ. 758; vgl. Aesch. Ch. 1029.

Greek (Liddell-Scott)

προσικνέομαι: ἀποθ., ἔρχομαι, φθάνω εἴς τι, δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ ἧπαρ πρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 792· ὡσαύτως μετὰ γεν., φθάνω μέχρι..., τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται (Meineke προσθίξεται) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033· πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Ἀριστοφ. Ἱππ. 761. 2) πλησιάζω ὡς ἱκέτης, μετ’ αἰτ. τόπου, Αἰσχύλ. Χο. 1035.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. προσίξομαι, ao.2 προσικόμην, etc.
aller vers, s’approcher avec un suj. de chose ; particul. s’approcher comme suppliant vers, acc. ou gén..
Étymologie: πρός, ἱκνέομαι.

Greek Monotonic

προσικνέομαι: μέλ. -ίξομαι,
1. αποθ., έρχομαι σε, φτάνω, με γεν., φτάνω πολύ μακριά, μέχρι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, προσικνέομαι ἐφ' ἧπαρ, σε Αισχύλ.
2. πλησιάζω ως ικέτης, με αιτ. τόπου, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ικνέομαι tot aan... komen, bereiken, met ἐπί + acc.: ἐφ ’ ἧπαρ de lever (als zetel van emoties) Aeschl. Ag. 792. als smekeling gaan naar. Aeschl. Ch. 1035.

Russian (Dvoretsky)

προσικνέομαι:
1) приходить (в качестве молящего) (ἵδρυμα, sc. Λοξίου Aesch.);
2) доходить, достигать: π. ἐφ᾽ ἧ παρ Aesch. проникать до глубины сердца; πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Arph. прежде, чем он нападет на тебя.

Middle Liddell

fut. -ίξομαι
Dep.:
1. to come to, reach, c. gen. to reach so far as, come at, Aesch., Ar.; also, πρ. ἐφ' ἧπαρ Aesch.
2. to approach as a suppliant, c. acc. loci, Aesch.