σκληροποιός
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
όν,
A making hard, hardening, Plu.2.953c.
German (Pape)
[Seite 901] hart machend, härtend, Plut. de primo trigido 18.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροποιός: -όν, ὁ ποιῶν τι σκληρόν, ὁ σκληρύνων, Πλούτ. 2. 953C.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend dur, qui durcit.
Étymologie: σκληρός, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που σκληρύνει κάτι, που καθιστά σκληρό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ποιός].
Russian (Dvoretsky)
σκληροποιός: делающий твердым (τὸ ψυχρόν Plut.).