στερίσκω

From LSJ
Revision as of 01:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερίσκω Medium diacritics: στερίσκω Low diacritics: στερίσκω Capitals: ΣΤΕΡΙΣΚΩ
Transliteration A: sterískō Transliteration B: steriskō Transliteration C: sterisko Beta Code: steri/skw

English (LSJ)

collat. pres. of

   A στερέω, τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.

German (Pape)

[Seite 937] Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.

Greek (Liddell-Scott)

στερίσκω: Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ στερέω, τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
priver, spolier ; Pass. être privé de, gén..
Étymologie: στερέω.

Greek Monolingual

Α
(δ. τ.) στερώστερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι / στερῶ με επίθημα -ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω.

Greek Monotonic

στερίσκω: = στερέω, μόνο σε ενεστ., αποστερώ, απογυμνώνω από κάτι, ξεγυμνώνω, ληστεύω, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

στερίσκω: (= στερέω) лишать (τινά τινος Her., Eur., Diod.): ἐν τῷ ἴσῳ στερισκόμενος Thuc. лишенный (гражданского) равноправия.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερίσκω zie στερέω.

Middle Liddell

= στερέω only in pres.]
to deprive of a thing, Thuc.:—Pass. to be deprived of a thing, Hdt., attic