ψύδραξ

From LSJ
Revision as of 16:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψύδραξ Medium diacritics: ψύδραξ Low diacritics: ψύδραξ Capitals: ΨΥΔΡΑΞ
Transliteration A: psýdrax Transliteration B: psydrax Transliteration C: psydraks Beta Code: yu/drac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ

   A, οἱ Ἴωνες ψύδρακας λέγουσι τὰς ποικίλας· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ψύδρακας καλοῦμεν τὰ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξανθήματα EM819.10.

German (Pape)

[Seite 1402] ακος, ὁ, nur VLL. u. Diosc.; davon im wirklichen Gebrauch bes. das dim. ψυδράκιον, το, ein weißes Bläschen, Blätterchen, bes. auf der Nase, an der Zungenspitze, eigtl. Lügenbläschen, weil man glaubte, sie entständen dann, wenn Einer gelogen habe, vgl. Theocr. 9, 30. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ψύδραξ: -ακος, ὁ, λευκὴ φλύκταινα ἐπὶ τοῦ ἄκρου τῆς γλώσσης, φλύκταινα τοῦ ψεύδους, ἐπειδὴ ἐλέγετο ὅτι ἐκ τῆς ψευδολογίας ἐσχηματίζετο, = ψεῦμα, ὃ ἴδε· οὕτως ὑποκορ. ψυδράκιον, τό, Διοσκ. 5. 126, Γαλην., κλπ.· - καθόλου, φλύκταινα, ἕλκωσις ἐπί τοῦ σώματος, ἐξάνθημα, ὁ αὐτ.· - ἐντεῦθεν ψυδρακόω, πληρῶ ἐξανθημάτων, Γαλην. 13. 784.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ΜΑ
φυσαλλίδα στο δέρμα
αρχ.
εξάνθημα στο στόμα, άφθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύδ-ρ-αξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη ρίζα bhes- «φυσώ, φουσκώνω» (βλ. λ. ψεύδομαι) και έχει σχηματιστεί με υγρό ένθημα -ρ- (πρβλ. ψυδ-ρός) και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. κόλ-αξ)].

Frisk Etymology German

ψύδραξ: -ακος
{psúdraks}
Grammar: f. (EM 819, 10)
Meaning: Pustel, Bläschen, am Kopf, am Augenlid, an der Nase, auf der Zunge; -ακόω eine Pustel bilden (Mediz.).
Derivative: mit -άκιον n. (Dsk., Kyran., Sch. Theok. 12, 24)
Etymology : Nach Sch. a.O., weil sie den Lügner (ψυδρός) verrieten; sie wurden auch ψεύδεα und ψεύσματα benannt. Vgl. Theok. 9, 30 und 12, 24, dazu Kaibel Com. Gr. Fr. I S. 218. — Nach Grošelj Živa Ant. 7, 44 dagegen zur Sippe von ψῆν (wie auch ψυδνὴ χέρσος· ἀραιά, ὀλίγη H.). Zur Sache noch Strömberg Wortstud. 93.
Page 2,1140