Ἀρμενία
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ,
A Armenia, ἡ μεγάλη and ἡ μικρά Str.11.12.3 and 4 sq., cf. App.Mith.105:—Adj. Ἀρμένιος, α, ον, Armenian: also Ἀρμενιακός, ή, όν, Str.11.14.12: -κόν, τό, apricot, Prunus Armeniaca, Dsc. 1.115, Gal.6.593 (also Ἀρμενική (sc. μηλέα) Id.12.76): -κὸς λίθος limestone coloured blue by copper carbonate, Id.5.105; χρυσόκολλα Ἀ. Dsc.5.89.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀρμενία: ἡ, χώρα ἐν Ἀσίᾳ διαιρουμένη εἰς μεγάλην καὶ μικρὰν Ἀρμενίαν, Στράβ. 521, 527, κἑξ., πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 105: - Ἀρμένιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἔθνος τῶν Ἀρμενίων, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὡς ἐπίθ., προσέτι καὶ Ἀρμενιακός, ή, όν, Στράβ. 530: - Ἀρμενιστὶ ἐπίρρ. κατὰ τὸν Ἀρμενιακὸν τρόπον, ἐσκευάσθαι ὁ αὐτ. 500.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Arménie, contrée d’Asie.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): Ἀρμενίη AP 16.61 (Crin.); Ἀρμενίς AP 16.39 (Arab.)
Armenia
1 reg. de Asia al sur de Trebisonda, en torno al monte Ararat, X.An.3.5.17, 4.1.3, Str.11.4.1, 12.2, I.BI 1.116, 127, Ptol.Geog.5.11.3, 6.1.2, PRyl.77.13 (II d.C.), D.C.36.51.1, 49.31.1, AP ll.cc.
•dividida a partir del s. II a.C. en Ἀ. μεγάλη la mencionada arriba, Str.11.12.3, 12.3.29, I.BI 2.222, Ptol.Geog.5.6.1, 8.17.2, tb. Ἀ. μείζων App.Praef.2, y Ἀ. μικρά al oeste de la anterior, Str.12.3.29, I.AI 19.338, 20.158, BI 2.252, Ptol.Geog.5.6.18, tb. Ἀ. βραχυτέρα App.Mith.17.
2 esposa de Tigranes, príncipe armenio contemporáneo de Ciro, X.Cyr.3.1.41.
Russian (Dvoretsky)
Ἀρμενία: ион. Ἀρμενίη ἡ Армения (страна между М. Азией и Каспийским морем, делившаяся течением Эвфрата на Большую Армению - ἡ μεγάλη Ἀ. - и Малую Армению - ἡ μικρὰ или ἑτέρα Ἀ.) Her., Xen., Plut.