ὀνειδιστήρ

From LSJ
Revision as of 13:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδιστήρ Medium diacritics: ὀνειδιστήρ Low diacritics: ονειδιστήρ Capitals: ΟΝΕΙΔΙΣΤΗΡ
Transliteration A: oneidistḗr Transliteration B: oneidistēr Transliteration C: oneidistir Beta Code: o)neidisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq.,

   A abusive, λόγοι ὀ. E.HF218.

German (Pape)

[Seite 345] ῆρος, ὁ, = Folgdm; λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος, Eur. Herc. F. 218; Maneth. 4, 235.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδιστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., πλήρης ὀνείδους, μομφῆς, ὀν. λόγος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.

Greek Monolingual

ὀνειδιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) ως επίθ. ονειδιστικός, υβριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].

Greek Monotonic

ὀνειδιστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., γεμάτος επίκριση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειδιστήρ: ῆρος adj. m порицающий, полный упреков (λόγοι Eur.).

Middle Liddell

ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ, [from ὀνειδίζω = ὀνειδιστής
full of reproach, Eur.