ὄζαινα

From LSJ
Revision as of 17:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄζαινα Medium diacritics: ὄζαινα Low diacritics: όζαινα Capitals: ΟΖΑΙΝΑ
Transliteration A: ózaina Transliteration B: ozaina Transliteration C: ozaina Beta Code: o)/zaina

English (LSJ)

ἡ, (ὄζω)

   A a fetid polypus in the nose, Gal.12.678, Poll.4.204, POxy.1088.28.    II a strong-smelling sea-polypus, also called ὀσμύλη and βολβίταινα, Call.Fr.38.

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, ein übelriechendes Gewächs in der Nase, ein Na senpolyp, Medic. – Auch ein starkriechender Meerpolyp, Ath. VII, 329 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὄζαινα: ἡ, (ὄζω) «ἕλκωσις ἐν τῷ βάθει τῶν μυκτήρων μέχρι τῶν καλουμένων ἠθμοειδῶν σαρκῶν, πυῶδες καὶ δυσῶδες ὑγρὸν ἀφιεῖσα, τὴν αἴσθησιν ἐμποδίζουσα» Πολυδ. Δ΄, 204. ΙΙ. θαλάσσιος πολύπους βαρεῖαν ἐκπέμπων ὀσμήν, καλούμενος ὡσαύτως ὀσμύλος, ὀσμύλη ἢ ὀσμυλία, κοινῶς «μοσχοκτάποδον», Καλλ. Ἀποσπ. 28. - Κατὰ Κοραῆν (Ξενοκρ. κ. Γαλην. σ. 194) «τῶν ὀσμηρῶν δὲ τούτων πολυπόδων ἦν καὶ ἡ βολίταινα καὶ ἡ ἑλεδώνη, ἃς οἱ μὲν τὰς αὐτὰς εἶναι βούλονται τοῖς ὀσμύλοις, οἱ δὲ τῷ βαρυτέρῳ τῆς ὀσμῆς διαφέρειν ἐκείνων» κτλ.