βιβλιοθήκη

From LSJ
Revision as of 14:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιοθήκη Medium diacritics: βιβλιοθήκη Low diacritics: βιβλιοθήκη Capitals: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Transliteration A: bibliothḗkē Transliteration B: bibliothēkē Transliteration C: vivliothiki Beta Code: biblioqh/kh

English (LSJ)

ἡ,    A book-case, Cratin.Jun.11 (βυβλ-).    2 library, collection of books, Plb.12.27.4, LXX Es.2.23, Posidon.41, Phld.Sto. Herc.339.13 (βυβλ-), Str.13.1.54, al., J.AJ12.2.1; β. ἔμψυχος, of Longinus, Eun.VSp.456B.    3 record-office, registry, PTeb.389. 18 (ii A. D.); β. ἐγκτήσεων BGU76.1 (ii/iii A. D.); β. δημοσίων [λόγων] PRyl.291.1 (iii A. D.).    4 compilation from various sources, title of works by Apollod. and D.S.

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, Bücherbehälter, Büchersammlung, Pol. 12, 27, 4; Strab. XIII, 384; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοθήκη: ἡ, θήκη βιβλίων, Κρατῖν. Νεώτ. Ψευδ. 2. 2) συλλογὴ βιβλίων ἐν τάξει, Πολύβ. 12. 27, 4· - ἡ πρώτη μεγάλη βιβλιο

Greek Monolingual

η (AM βιβλιοθήκη)
1. συλλογή βιβλίων με ορισμένη ταξινόμηση
2. έπιπλο ειδικά κατασκευασμένο για την τοποθέτηση βιβλίων
3. οίκημα στο οποίο στεγάζονται συλλογές βιβλίων
νεοελλ.
1. σειρά βιβλίων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή επιστήμη ή εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη
2. φρ. «κινητή βιβλιοθήκη» — ο πολυμαθής
αρχ.
αρχείο επίσημης αναγραφής γεγονότων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + θήκη. Το ελλ. βιβλιοθήκη μέσω του λατ. bibliotheca εισήλθε και στην ξένη ορολογία
πρβλ. γαλλ. bibliotheque, γερμ. Bibliothek].

Russian (Dvoretsky)

βιβλιοθήκη: ἡ библиотека, книгохранилище Polyb., Plut.