αίσθημα
Greek Monolingual
το (Α αἴσθημα)
αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων, αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, το αποτέλεσμα ή η εντύπωση που προέρχεται από την αίσθηση
νεοελλ.
1. ψυχική κατάσταση, συναίσθημα
2. ψυχική διάθεση ή ροπή
3. ερωτικός δεσμός
4. φρ. «άνθρωπος με αισθήματα», ευγενικός, μεγαλόψυχος, ευαίσθητος
«δεν έχω αισθήματα», είμαι άκαρδος, σκληρός, αναίσθητος
αρχ.
αίσθηση, αντίληψη, γνώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αισθηματίας, αισθηματικός, αισθηματώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αισθηματοβριθής, αισθηματολόγος].