εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
-ές (Α ἀγενής, -ές)
μσν.- νεοελλ.
ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος
αρχ.
1. αγέννητος, αδημιούργητος
2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. του ἀγαθός)
3. άτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γένος.
ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός, άγενος].