διϊσχυρίζομαι

Revision as of 19:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A lean upon, rely on, τῷ λόγῳ Antipho 5.33, cf. Aeschin.1.1.    II affirm confidently, τι Pl.Phd.63c, etc.; δ. ταῦτα οὕτως ἔχειν ib.114d; δ. ὡςId.Tht.154a; δ. περί τινος And.2.4, Lys.13.85; τι ὑπέρ τινος Pl.Men. 86b; περὶ σοῦ ὡςId.Ep.317c: abs., ὁμοίως ἐφ' ἑκατέροις δ. Id.Tht. 158d, etc.

French (Bailly abrégé)

impf. διϊσχυριζόμην;
soutenir avec force, affirmer fortement, acc..
Étymologie: διά, ἰσχυρίζω.

Spanish (DGE)

1 insistir sobre c. dat. τῷ λόγῳ Antipho 5.33
en argumentaciones apoyarse en δόξῃ Hp.Decent.3, ἀκούω δ' αὐτὸν καὶ <τούτῳ> δ. ὅτι ... Lys.13.85, τοῖς ἐξαγωνίοις λόγοις Aeschin.1.176, ἑτέρῳ νόμῳ Hld.5.31.4.
2 afirmar con seguridad, sostener c. ac. u or. complet. o interr. indir. τοῦτο Pl.Phd.63c, cf. 114d, Arist.HA 575a26, Act.Ap.12.15, I.AI 2.106, D.C.57.23.3, Aristid.Quint.125.31, Pamph.Mon.Solut.13.32, διισχυρίσαιο ἂν ὡς ... Pl.Tht.154a, cf. Ep.317c, PMich.659.14 (VI d.C.), ὅτι ... Phld.Sign.27.3, εἰ μέν τι καὶ ἄλλο ... ὑπῆρχε ... οὐκ ἂν διισχυρισαίμην Them.Or.23.298b.
3 opinar abiertamente c. giro prep. οὐ τολμῶσι ... διισχυρίζεσθαι περὶ τούτων And.2.4
hacer aseveraciones οὐκ ἂν πάνυ ὑπὲρ τοῦ λόγου διισχυρισαίμην Pl.Men.86b, ὁμοίως ἐφ' ἑκατέροις διισχυριζόμεθα Pl.Tht.158d, οὔτε περὶ τῶν ἐναργῶν ... οὔτε περὶ τῶν ἀδήλων S.E.P.2.95, cf. Plu.2.426e, 430f, abs. εἰδέναι ἅπαντα οἴονται καὶ διισχυρίζονται Arist.Rh.1389b6
reforzado por λέγειν afirmar tajantemente ἄλλος τις διϊσχυρίζετο λέγων Eu.Luc.122.59, cf. Luc.Herm.31.

English (Strong)

from διά and a derivative of ἰσχυρός; to stout it through, i.e. asservate: confidently (constantly) affirm.

English (Thayer)

(δικάζω) 1st aorist passive ἐδικασθην; from Homer down; "to Judges , pass judgment: absolutely, Tr marginal reading (others, καταδικάζω.]

Greek Monolingual

διισχυρίζομαι) ισχυρίζομαι
υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου
αρχ.
στηρίζομαι, βασίζομαι.

Greek Monotonic

διϊσχῡρίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. στηρίζομαι επάνω, βασίζομαι σε, τινι, σε Αισχίν.
II. διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, τι, σε Πλάτ.· δ. τι εἶναι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διϊσχῡρίζομαι:
1) опираться, ссылаться (τοῦς ἔξω τοῦ ἀγῶνος λόγοις Aeschin.);
2) настаивать, решительно утверждать (τι Plat., Arst. и περί τινος Lys., Plat.).

Chinese

原文音譯:di?scur⋯zomai 笛-衣士虛里索買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-強而有力
字義溯源:堅決斷言,堅持,堅決保持,極力,極力地說;由(διά)*=通過)與(ἰσχυρός)=有力的)組成;其中 (ἰσχυρός)出自(ἰσχύς)=力量),而 (ἰσχύς)出自(ἶρις)X*=力)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 極力的說(1) 徒12:15;
2) 極力的(1) 路22:59