εὐκοσμία

From LSJ
Revision as of 20:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκοσμία Medium diacritics: εὐκοσμία Low diacritics: ευκοσμία Capitals: ΕΥΚΟΣΜΙΑ
Transliteration A: eukosmía Transliteration B: eukosmia Transliteration C: efkosmia Beta Code: eu)kosmi/a

English (LSJ)

ἡ,    A orderly behaviour, good conduct, decency, E.Ba.693, X.Cyr.1.2.3, Arist.Pol.1299b16, etc.; τῆς εὐ. τῆς περὶ τὸ θέατρον IG22.354.16 (iv B.C.); εὐ. τοῦ θεάτρου ib. 22.223B8; εὐ. ἡ κατὰ τὸ ἱερόν SIG1007.24 (Pergam., ii B.C.); εὐκοσμία τῶν παίδων Pl.Prt.325d; ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῶν παρθένων CIG3185.19 (Smyrna); ὁ ἐπὶ τῆς εὐ. ἄρχων IGRom.4.582 (Aezani).

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, anständiges Betragen, Sittsamkeit u. Bescheidenheit, Plat. Prot. 325 d; der σωφροσύνη entsprechend, Aesch. 1, 22; den νόμοις entggstzt, also gute Ordnung, Dem. 25, 9; vgl. Eur. Bacch. 693; Xen. Cyr. 1, 2, 3 u. Folgde; gute Einrichtung des Staats, Arist. pol. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκοσμία: ἡ, καλὸς τρόπος, καλὴ διαγωγή, εὐπρέπεια τρόπου, Εὐρ. Βάκχ. 693, Ξεν., κλ., πληθυντ., εὐκοσμίαι τῶν παίδων Πλάτ. Πρωτ. 325D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 9· ὁ ἐπὶ τῆς εὐκοσμίας καὶ τῶν παρθένων, ἄρχων τιε οἷος ὁ censor morum, Ἐπιγρ. Σμύρν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3185. 19· ὁ ἐπὶ τῆς εὐκ. ἄρχων αὐτόθι 3831a. 14 (προσθῆκαι), 3847m (προσθῆκαι).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bon ordre, conduite réglée, décence.
Étymologie: εὔκοσμος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκοσμία) εύκοσμος
η καλή συμπεριφορά, η ευταξία, η κοσμιότητα, η ευπρέπεια («ἐντέλλονται ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
ομορφιά
αρχ.
διακόσμηση, στόλισμα, καλλωπισμός.

Greek Monotonic

εὐκοσμία: ἡ, δέουσα συμπεριφορά, καλή διαγωγή, ευγένεια, καλοί τρόποι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκοσμία:
1) порядок, дисциплина (τῶν πεπαιδευμένων Xen.; sc. τῆς πόλεως Arst., Plut.);
2) благовоспитанность, благопристойность, учтивое обращение (πρὸς ἀλλήλους Xen.; pl. τῶν παίδων Plat.).

Middle Liddell

εὐκοσμία, ἡ,
orderly behaviour, good conduct, decency, Eur., Xen., etc. [from εὔκοσμος

English (Woodhouse)

decency, orderliness, respectfulness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)