καταπειράζω

From LSJ
Revision as of 23:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπειράζω Medium diacritics: καταπειράζω Low diacritics: καταπειράζω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: katapeirázō Transliteration B: katapeirazō Transliteration C: katapeirazo Beta Code: katapeira/zw

English (LSJ)

fut.    A -πειράσω Lys.30.34:— make an attempt on, τήν τινος ψῆφον Lys. l. c.; τοὺς τόπους LXX 2 Ma. 13.18; τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien.111.135 (i B. C.).    2 c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Plb.4.11.6, 4.13.5, cf.PAmh.2.134.3 (ii A. D.):—also in Med., Herod.Med. ap. Orib.10.40.5.

German (Pape)

[Seite 1368] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ δικαστήριον Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von καταπειράω), geschwächt, D. Sic. 17, 107.

Greek (Liddell-Scott)

καταπειράζω: κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., δοκιμάζω τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.

French (Bailly abrégé)

faire une tentative sur, chercher (à obtenir, à connaître, etc.) acc..
Étymologie: κατά, πειράζω.

Greek Monolingual

καταπειράζω (Α)
(επιτ. τ. του πειράζω)
1. καταβάλλω προσπάθεια, επιχειρώ δοκιμαστικά, δοκιμάζω επίμονα, προσπαθώ να αποκτήσω («τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες», Λυσ.)
2. δοκιμάζω να προσβάλω, να κατακτήσω κάτι («καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολύβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πειράζω «προσπαθώ»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πειράζω op de proef stellen.

Russian (Dvoretsky)

καταπειράζω:
1) испытывать, подвергать испытанию, тж. пытаться разузнать (τὴν ψῆφόν τινος Lys.);
2) делать попытку нападения или захвата, «прощупывать» (τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως Polyb.).