κεγχρώματα
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ων, τά, A things of the size of millet-grains: hence, eyelet-holes in the rim of a shield, E.Ph.1386.
German (Pape)
[Seite 1410] τά, Eur. Phoen. 1386 von Kämpfenden εὖ προσῆγον ἀσπίδων κεγχρώμασιν ὀφθαλμὸν ἀργὸν ὥστε γίγνεσθαι δόρυ, nach den Schol. kleine Visirlöcher im Rande des Schildes, nach Anderen eine Zierrath am Schildrande, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα τοῦ μεγέθους κόκκων κέγχρου·- ἐν Εὐρ. Φοιν. 1386, ὀπαὶ ἐν τῇ περιφερείᾳ (ἢ τῷ περιθωρίῳ) τῆς ἀσπίδος, δι’ ὧν ὁ μαχητὴς ἠδύνατο νὰ βλέπῃ τὸν ἐχθρὸν, χωρὶς νὰ ἐκθέτῃ εἰς κίνδυνον τὸ πρόσωπόν του· τοιαῦτα δύναταί τις νὰ ἴδῃ εἰς τὰς ἀσπίδας τὰς ἐπὶ Βοιωτικῶν νομισμάτων καὶ ἐπὶ ἀρχαϊκῶν ἀγγείων.
French (Bailly abrégé)
άτων (τά) :
petits trous à la circonférence du bouclier par où l’on observait l’ennemi.
Étymologie: κέγχρος.
Greek Monotonic
κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα στο μέγεθος των σπόρων του κεχριού, στον Ευρ. τρύπες στη στεφάνη της ασπίδας, μέσα από τις οποίες ο στρατιώτης μπορούσε να δει τον εχθρό, χωρίς να αποκαλύπτει το πρόσωπό του.
Russian (Dvoretsky)
κεγχρώμᾰτᾰ: τά мелкие отверстия: ἀσπίδων κ. Eur. смотровые отверстия (вдоль края) щитов.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχρώματα -ων, τά [κέγχρος] gebosseleerde (d.w.z. met knopjes versierde) rand van een schild.
Middle Liddell
κεγχρώματα, ων, τά, [from κέγχρος
things of the size of millet-grains:—in Eur., eyelet-holes in the rim of the shield, through which a soldier could view his enemy without exposing his person.