κοχυδέω

From LSJ
Revision as of 09:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχῠδέω Medium diacritics: κοχυδέω Low diacritics: κοχυδέω Capitals: ΚΟΧΥΔΕΩ
Transliteration A: kochydéō Transliteration B: kochydeō Transliteration C: kochydeo Beta Code: koxude/w

English (LSJ)

   A stream forth copiously, ποταμοὶ… Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.

Greek (Liddell-Scott)

κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’écouler en abondance.
Étymologie: χέω.

Greek Monolingual

κοχυδέω (Α)
ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ- της ρίζας του χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω].

Greek Monotonic

κοχῠδέω: Ιων. παρατ. κοχύδεσκον, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το χέω, χύδην).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.

Russian (Dvoretsky)

κοχῠδέω: или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v. l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: `sream forth copiously (Pherekr. 130, 4).
Other forms: ipf. κοχύδεσκεν (Theoc. 2, 107; v. l. κοχύεσκεν), pres. also κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Intensive reduplicated formation to χύδην (on the dissimilated vowel Schwyzer 647). As backformation κοχύ πολύ, πλῆρες H., κόχος mighty stream (sch. Theoc. ad loc.); so these latter words are learned contructions to explain the unclear forms? Reduplication from an adv. seems very strange in Greek.

Middle Liddell

κοχῠδέω,
to stream forth copiously, Theocr. [Reduplicated from χέω, χύδην.]

Frisk Etymology German

κοχυδέω: (Pherekr. 130, 4),
{kokhudéō}
Forms: Ipf. κοχύδεσκεν (Theok. 2, 107; v. l. κοχύεσκεν), Präs. auch κοχύζει (Stratt. 61; cod. κοκκύζει)
Grammar: v.
Meaning: mächtig hervorströmen.
Etymology : Intensive Reduplikationsbildung zu χύδην (zum dissimilierten Vokal Schwyzer 647). Dazu als Rückbildungen κοχύ· πολύ, πλῆρες H., κόχος mächtiger Strom (Sch. Theok. ad loc.).
Page 1,937