Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαθικηδής

From LSJ
Revision as of 10:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰθῐκηδής Medium diacritics: λαθικηδής Low diacritics: λαθικηδής Capitals: ΛΑΘΙΚΗΔΗΣ
Transliteration A: lathikēdḗs Transliteration B: lathikēdēs Transliteration C: lathikidis Beta Code: laqikhdh/s

English (LSJ)

ές, (κῆδος)    A banishing care, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83; οἶνον λαθικάδεα (leg. -κάδεον) Alc.41.3; Διώνυσος IGRom.4.360.15 (Pergam.), cf. Epic.Alex.Adesp.8.10, AP9.524.12, Plu.2.657d; λ. τέχνης ἰδμοσύνη APl.4.273 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 5] ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 (Plan. 273).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰθῐκηδής: -ές, (κῆδος) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, πραϋντικός, παυσίλυπος, παυσίπονος, εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Ἰλ. Χ. 83· οἶνος λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· Διώνυσος Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης ἰδμοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 273.

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): causing to forget care, ‘banishing care,’ Il. 22.83†.

Greek Monolingual

λαθικηδής, -ές και δωρ. τ. λαθικάδης, -ες (Α)
αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (που ανάγεται στον τ. λάθρα και εμφανίζει -ι- αντί του αναμενόμενου -ο- [βλ. αργι-]) + -κηδής (< κῆδος), πρβλ. νεο-κηδής].

Greek Monotonic

λᾰθῐκηδής: -ές (κῆδος), πραϋντικός, παυσίπονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Frisk Etymological English

λάθρα See also: s. λανθάνω.

Middle Liddell

λᾰθῐ-κηδής, ές κῆδος
banishing care, Il., Anth.

Frisk Etymology German

λαθικηδής: {lathikēdḗs}
Forms: λάθρα usw.
See also: s. λανθάνω.
Page 2,71