Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιχανός

From LSJ
Revision as of 11:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐχᾰνός Medium diacritics: λιχανός Low diacritics: λιχανός Capitals: ΛΙΧΑΝΟΣ
Transliteration A: lichanós Transliteration B: lichanos Transliteration C: lichanos Beta Code: lixano/s

English (LSJ)

όν, (λείχω)    A licking: ὁ λ., with or without δάκτυλος, forefinger, from its use in licking up, Hp.Art.37,al., Luc.Tim.54, Ath. 1.15d, PLips.12.9 (iii A. D.), etc.    II as Subst. λίχᾰνος (sc. χορδή), ἡ, the string struck with the forefinger, and its note, Aristox. Harm.p.116 M., Arist.Pr.919a17, D.S.3.59, Plu.2.1029a, etc.    III Adj., λ. σωλήν a tube of the alembic, Zos.Alch.pp.225,236 B.

Greek (Liddell-Scott)

λῐχᾰνός: -όν, (λείχω)· ὁ λ., μετὰ τοῦ δάκτυλοςἄνευ αὐτοῦ, ὁ πρῶτος δάκτυλος, ὁ δείκτης λεγόμενος, μετὰ τὸν ἀντίχειρα, δι’ οὗ λείχει, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, κ. ἀλλ., Λουκ. Τίμ. 54, Ἀθήν. 15D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λιχᾰνός (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ διὰ τοῦ λιχανοῦ πληττομένη καὶ ὁ τόνος ὃν ἀποδίδει, Ἀριστ. Προβλ. 19. 20, Διόδ. 3. 59., Πλούτ. 2. 1029Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
l’index, le second doigt de la main.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.

Greek Monolingual

-ό (AM λιχανός, -όν)
(ως επίθ. του δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης
αρχ.
1. αυτός που γλείφει κάτι
2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» — ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς φθόγγος» — ο φθόγγος που αναδίδεται από τη χορδή λίχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα του θ. λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -ανός (πρβλ. ικ-ανός, πιθ-ανός].

Greek Monotonic

λιχᾰνός: -όν (λείχω), ὁ λιχανός (ενν. δάκτυλος), ο δείκτης του χεριού, από την χρήση του στο γλείψιμο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λῐχᾰνός: λείχω облизываемый, т. е. указательный (δάκτυλος Luc.).
II ὁ (sc. δάκτυλος) указательный палец Luc.
λῐχανός: III ἡ (sc. χορδή)
1) струна лиры, перебиравшаяся указательным пальцем Arst.;
2) звук, извлекаемый из этой струны Plut.

Frisk Etymological English

Other forms: λιχμάομαι, λίχνος
See also: s. λείχω.

Middle Liddell

λιχᾰνός, όν λείχω
the fore-finger, from its use in licking up, Luc.

Frisk Etymology German

λιχανός: λιχμάομαι, λίχνος
{likhanós}
See also: s. λείχω.
Page 2,131