προσανατέλλω

From LSJ
Revision as of 19:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατέλλω Medium diacritics: προσανατέλλω Low diacritics: προσανατέλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosanatéllō Transliteration B: prosanatellō Transliteration C: prosanatello Beta Code: prosanate/llw

English (LSJ)

poet. προσαντ-,    A rise up to, ἐς οὐρανόν E.Supp. 688.

German (Pape)

[Seite 750] poet. προσαντέλλω, dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατέλλω: ποιητικ. προσαντ-, ἀνυψοῦμαι, ἀναβαίνω, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσανατέλλουσαν Εὐρ. Ἱκέτ. 688.

French (Bailly abrégé)

s’élever vers.
Étymologie: πρός, ἀνατέλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α ἀνατέλλω
μσν.
δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.)
αρχ.
ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.).

Greek Monotonic

προσανατέλλω: ποιητ. προσ-αντ-, ανυψώνομαι, ανεβαίνω προς τα πάνω, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ανατέλλω, poët., opstijgen:. ἐς οὐρανόν ten hemel Eur. Suppl. 688.

Russian (Dvoretsky)

προσανατέλλω: Eur. προσαντέλλω подниматься, вздыматься (εἰς οὐρανόν Eur.).

Middle Liddell

poet. προσ-αντ
to rise up towards, Eur.