σταύρωμα
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
ατος, τό, A palisade or stockade, Th.5.10, 6.64,74, X. HG3.2.3, etc.
German (Pape)
[Seite 930] τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωμα: τό, περίφραγμα διὰ πασσάλων, χαράκωμα, Λατιν. vallum, Θουκ. 5. 10., 6. 64, 74, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
clôture de pieux, palissade.
Étymologie: σταυρόω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σταυρῶ, σταυρώνω
νεοελλ.
1. ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα
2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση
3. η πρώτη σχηματοποίηση του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά
4. τεχνολ. η αλλαγή της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα χιαστί, για να επιτευχθεί ομοιόμορφη φθορά του πέλματός τους
νεοελλ.-μσν.
η προσήλωση σε σταυρό, ο σταυρικός θάνατος
αρχ.
περίφραξη με πασσάλους, περιχαράκωση.
Greek Monotonic
σταύρωμα: -ατος, τό, περίφραγμα με πασσάλους, χαράκωμα, Λατ. vallum, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σταύρωμα: ατος τό частокол, заграждение Thuc., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταύρωμα -ατος, τό [σταυρόω] palissade.
Middle Liddell
σταύρωμα, ατος, τό,
a palisade or stockade, Lat. vallum, Thuc., Xen.