φιλοκτήμων

From LSJ
Revision as of 09:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτήμων Medium diacritics: φιλοκτήμων Low diacritics: φιλοκτήμων Capitals: ΦΙΛΟΚΤΗΜΩΝ
Transliteration A: philoktḗmōn Transliteration B: philoktēmōn Transliteration C: filoktimon Beta Code: filokth/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,    A = φιλοκτέανος, Sol.36.19, Ptol.Tetr.158.

German (Pape)

[Seite 1281] = φιλοκτέανος, Solon. frg. 28 in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτήμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκερδής, φιλοχρήματος, Σόλων 35. 19· μὴ γίνου φιλάργυρος, μὴ αἰσχροκερδής, μὴ φιλοκτήμων Ἀθαν. τ. 2, σ. 361D, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 264, κλπ., Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. φιλοκτέανος.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) αυτός που επιθυμεί έντονα και επιδιώκει επίμονα την συσσώρευση κτημάτων, την πρόσκτηση υλικών κερδών, πλεονέκτης, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτήμων (< κτήμα), πρβλ. πολυ-κτήμων].