ἀποπνοή
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
ἡ, A exhalation, evaporation, Arist.Pr.863a7, Thphr.HP 9.7.2, al. II breeze blowing from a place, Arist.Pr.943b12. III death, D.L.4.21 (prob. for ἀναπνοῆς).
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, das Ausathmen, Aushauchen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπνοή: ἡ, ἐκπνοή, ἀναθυμίασις, ἐξάτμισις, Ἀριστ. Πρβλ. 1. 30, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 7, 2, κ, ἀλλ.˙ οὕτως, ἀπόπνοια Ἱππ. 7. 54. ΙΙ. αὔρα πνέουσα ἔκ τινος τόπου, Ἀριστ. Πρβλ. 26. 30, 2. ΙΙΙ. θάνατος, Διογ. Λ. 4. 21 (κατὰ Μαδβ. ἀντὶ ἀναπνοή).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 exhalación, vaho ἢ διὰ τὸ χυτικὸν εἶναι κἂν ἱδρῶτα ποιοῖ καὶ ἀποπνοήν; Arist.Pr.863a7.
2 brisa, soplo de viento, aire ἡ αὔρα καὶ ἀ. Arist.Pr.943b12, ἐν τῇ Ἀραβίῃ τὴν ἀποπνοὴν εἶναί φασι τὴν ἀπὸ τῆς χώρας εὔοσμον Thphr.HP 9.7.2
•olor, rastro de olor λέγουσι καὶ τοὺς ἵππους τὴν ἀποπνοὴν τὴν ἐκ τῶν ἀνθρώπων φεύγοντας ... φέρεσθαι Ael.NA 15.25.
Greek Monolingual
ἀποπνοή, η (Α) αποπνέω
1. ανάδοση οσμής, αναθυμίαση
2. αύρα που πνέει από κάποιον τόπο
3. ξεψύχισμα, θάνατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπνοή: ἡ
1) выдыхание Arst.;
2) ветер, дуновение Arst.;
3) кончина, смерть (Diog. L. - v. l. к ἀναπνοή).