ἐκφαιδρύνω

From LSJ
Revision as of 17:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαιδρύνω Medium diacritics: ἐκφαιδρύνω Low diacritics: εκφαιδρύνω Capitals: ΕΚΦΑΙΔΡΥΝΩ
Transliteration A: ekphaidrýnō Transliteration B: ekphaidrynō Transliteration C: ekfaidryno Beta Code: e)kfaidru/nw

English (LSJ)

strengthd. for φαιδρύνω,    A make quite bright, clear away, σταγόνα ἐκ παρηΐδων E.Ba.768.

German (Pape)

[Seite 784] ausschmücken, aussäubern, Eur. Bacch. 768.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαιδρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ φαιδρύνω, καθαίρω, καθαρίζω, σπογγίζω, σταγόνα δ’ ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροὸς Εὐρ. Βάκχ. 768.

French (Bailly abrégé)

rendre tout à fait brillant, luisant.
Étymologie: ἐκ, φαιδρύνω.

Spanish (DGE)

1 aclarar, limpiar σταγόνα ἐκ παρηΐδων E.Ba.768.
2 hacer resplandecer αὕτη (χάρις) τῶν ὁρωμένων ἡμῖν ἐκφαιδρύνει τὴν χρῆσιν esta gracia hace resplandecer para nosotros el uso de objetos visibles Chrys.Thom.43.

Greek Monolingual

ἐκφαιδρύνω (Α)
καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω καλά («σταγόνας δ' ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός», Ευριπ.).

Greek Monotonic

ἐκφαιδρύνω: [ῡ], γυαλίζω, λουστράρω, κάνω κάτι λαμπερό, καθαρίζω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφαιδρύνω: счищать, слизывать (σταγόνα γλώσσῃ χροός Eur.).

Middle Liddell


to make quite bright, clear away, Eur.