ἐμμαίνομαι

From LSJ
Revision as of 17:47, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμαίνομαι Medium diacritics: ἐμμαίνομαι Low diacritics: εμμαίνομαι Capitals: ΕΜΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: emmaínomai Transliteration B: emmainomai Transliteration C: emmainomai Beta Code: e)mmai/nomai

English (LSJ)

   A to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.

German (Pape)

[Seite 807] dabei rasen, τινί, N. T., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

être furieux contre, τινι.
Étymologie: ἐν, μαίνομαι.

Spanish (DGE)

1 enfurecerse αὐτοῖς Act.Ap.26.11, cf. I.AI 17.174.
2 estar enloquecido Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.in Zach.2.208.

English (Strong)

from ἐν and μαίνομαι; to rave on, i.e. rage at: be mad against.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3); τίνι, to rage against (A. V. to be exceedingly mad against) one: Acts 26:11; besides only in Joseph; Antiquities 17,6, 5.

Greek Monolingual

ἐμμαίνομαι (AM)
μαίνομαι εναντίον κάποιου, καταδιώκω με μανία κάποιον.

Greek Monotonic

ἐμμαίνομαι: (ἐν), αποθ., γίνομαι έξαλλος, εξοργίζομαι με κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐμμαίνομαι: неистовствовать (τινι NT).

Middle Liddell

[ἐν]
Dep. to be mad at a thing, c. dat., NTest.

Chinese

原文音譯:™mma⋯nomai 恩-買挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)在內-瘋 狂
字義溯源:憤怒,暴怒,惱恨;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(μαίνομαι)=怒吼)組成;而 (μαίνομαι)出自(μάχομαι)X*=渴望)。保羅自己述說,他從前迫害信徒時,所用的字眼
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 惱恨(1) 徒26:11