ἔκφρων

From LSJ
Revision as of 22:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκφρων Medium diacritics: ἔκφρων Low diacritics: έκφρων Capitals: ΕΚΦΡΩΝ
Transliteration A: ékphrōn Transliteration B: ekphrōn Transliteration C: ekfron Beta Code: e)/kfrwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)    A out of one's mind, beside oneself, Hp. Mul.2.117, Luc.Nigr.38, Plot.2.9.8; senseless, stupid, D.19.267; also, frenzied, enthusiastic, of poets, Pl.Ion534b; of Bacchantes, Luc. Bacch.1, AP6.220.2 (Diosc.), cf. Pl.Lg.790e.    II Adv. -φρόνως, ἥττων γίγνεσθαι τῶν προσπιπτόντων Hld.6.9.

German (Pape)

[Seite 786] ον, von Sinnen, sinnlos, außer sich; ἔνθεος Plat. Ion 534 b; βακχεῖαι Legg. VII, 790 e; ἔκφρονα ποιεῖ Rep. III, 402 e; καὶ παραπλῆγες Dem. 19, 267; von den Bacchantinnen u. den Priestern der Cybele, Diosc. 11 (VI, 220); Paul. Sil. 58 u. a. Sp. Auch adv. ἐκφρόνως.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) ἔξω φρενῶν, παράφρων, Ἱππ. 641. 37˙ ἀνόητος, μωρός, Δημ. 426. 23˙ ὡσαύτως, ἐκμανής, ἐνθουσιῶν, ἐπὶ τῶν ποιητῶν, Πλάτ. Ἴων 534Β˙ ἐπὶ βακχιαζόντων, ἔκφρων μαινομένην δοὺς ἀνέμοισι τρίχα Ἀνθ. Π. 6. 220, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 790Ε.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
qui a perdu le sens, insensé.
Étymologie: ἐκ, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1en gener. fuera de sí, frenético ἔκφρονες γίνονται se ponen a delirar como síntoma de enfermedad, Hp.Mul.2.117, τῶν γυναικῶν ... ἐκφρόνων οὐσῶν πρός τε τὴν κραυγὴν καὶ τὸ πῦρ τῶν πολεμίων Plu.Ages.31, ἔκφρονες γίγνονται se vuelven rabiosos los mordidos por perros, Luc.Nigr.38, cf. Plb.8.19.7, Plot.2.9.8
de pers. poseídas por la divinidad: de los poetas, Pl.Io 534b, de las Bacantes, Pl.Lg.790e, cf. Luc.Bacch.1, de los sacerdotes de Cibele AP 6.220 (Diosc.).
2 que pierde el juicio o no discierne, insensato ἡ ἡδονὴ ... ἔκφρονα ποιεῖ οὐχ ἧττον ἢ λύπη Pl.R.402e, ἔκφρονας ... ποιεῖ vuelve insensatos la corrupción a los ciudadanos, D.19.267, ψυχῆς ... ἔκφρονος ὑπὸ μελαγχολίας Ph.1.407, tb. de abstr. λύττη καὶ μανία Ph.2.565.
II adv. -ως insensatamente τί δὲ οὕτως ἐ. ἥττων γίνῃ τῶν προσπιπτόντων; ¿Por qué te dejas vencer por las circunstancias tan insensatamente? Hld.6.9.3.

Greek Monolingual

-ον (AM ἔκφρων, -ον)
1. έξω φρενών, εκτός εαυτού, παράφρων, έξαλλος
2. μωρός, ανόητος, ηλίθιος
3. (για ποιητές ή βακχίδες) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού ή εμπνεύσεως («ἔκφρων καὶ ὁ νοῡς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἔκφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), παράφρων, παράλογος, παρανοϊκός, ανόητος, άμυαλος, σε Δημ.· επίσης, αυτός που βρίσκεται σε ένθεη μανία, ενθουσιώδης, λέγεται για ποιητές, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκφρων: 2, gen. ονος обезумевший, ошалевший Plat., Dem., Plut., Anth.

Middle Liddell

ἔκ-φρων, ονος, φρήν
out of one's mind, senseless, Dem.: also, frenzied, enthusiastic, of poets, Plat.

English (Woodhouse)

out of one's senses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)