κεραμεοῦς

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεοῦς Medium diacritics: κεραμεοῦς Low diacritics: κεραμεούς Capitals: ΚΕΡΑΜΕΟΥΣ
Transliteration A: kerameoûs Transliteration B: kerameous Transliteration C: kerameoys Beta Code: kerameou=s

English (LSJ)

ᾶ, οῦν, (κέραμος) A of clay or earth, earthen, μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν Nico 1, cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are κεράμειος, Plu.Galb.12; κεράμεος, Pl.Ly.219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; κεράμιος, Str.17.2.3; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.

German (Pape)

[Seite 1420] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für κεράμιος, κεράμεος u. κεραμαῖος; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. κεράμειος.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεοῦς: ᾶ, οῦν, (κέραμος) ἐκ πηλοῦ, πήλινος, Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ τύπος κεράμειος, -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ κεραμαῖος ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 (ἔνθα ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· κεραμιαῖος ἐν Φίλωνι 2. 273 (ἔνθα κεραμεᾶς)· κεράμιος παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.

French (Bailly abrégé)

εᾶ, εοῦν;
c. κεράμειος.

Greek Monolingual

κεραμεοῡς, -ᾱ, -οῡν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.

Greek Monotonic

κεραμεοῦς: -ᾶ, -οῦν (κέραμος), φτιαγμένος απο πηλό, πήλινος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεοῦς -ᾶ -οῦν [κέραμος] van klei, aarden.

Middle Liddell

κέραμος
of clay, earthen, Plat.

English (Woodhouse)

made of pottery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)