τρισδείλαιος
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
ον, A = τρισάθλιος, AP7.737.
Greek (Liddell-Scott)
τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, ἐνθάδ’ ἐγὼ λῃστῆρος ὁ τρισδείλαιος ἄρηϊ ἐδμήθην, κεῖμαι δὲ οὐδενὶ κλαιόμενος Ἀνθ. Π. 7. 737.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρισάθλιος, δύστηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»].
Greek Monotonic
τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρισδείλαιος: Anth. = τρισάθλιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-δείλαιος -ον zeer ongelukkig.
Middle Liddell
τρισ-δείλαιος, ον, = τρισάθλιος, Anth.]