ἀρτιγέννητος

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιγέννητος Medium diacritics: ἀρτιγέννητος Low diacritics: αρτιγέννητος Capitals: ΑΡΤΙΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: artigénnētos Transliteration B: artigennētos Transliteration C: artigennitos Beta Code: a)rtige/nnhtos

English (LSJ)

ον, = foreg., A βρέφη 1 Ep.Pet.2.2, cf. Luc.Alex.13, Longus 1.9,al.

German (Pape)

[Seite 361] dasselbe, Luc. Alex. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιγέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Λουκ. Ἀλεξ. 12, Λόγγος 1. 7., 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement engendré.
Étymologie: ἄρτι, γεννάω.

Spanish (DGE)

-ον
recién nacido βρέφη 1Ep.Petr.2.2, cf. Luc.DMar.12.1, ποίμνια Longus 1.9.1, ἑρπετόν Luc.Alex.13, cf. 14.

English (Strong)

from ἄρτι and γεννητός; just born, i.e. (figuratively) a young convert: new born.

English (Thayer)

ἀρτιγεννητον (ἄρτι and γεννάω), just born, newborn: Lucian, Alex. 13; Long. past. 1 (7) 9; 2, (3) 4.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀρτιγέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι- + -γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)].

Greek Monotonic

ἀρτιγέννητος: -ον, αυτό που μόλις γεννήθηκε, νεογέννητος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιγέννητος: недавно родившийся, новорожденный (ἑρπετόν τι Luc.).

Middle Liddell

just born, Luc.

Chinese

原文音譯:¢rtigšnnhtoj 阿而提-根尼拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(在)現今-成為
字義溯源:才生的,新生的,最近生的;由(ἄρτι)=現在)與(γεννητός)=生)組成;其中 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛),而 (γεννητός)出自(γεννάω)=生育), (γεννάω)出自(γένος)=親戚), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 才生的(1) 彼前2:2