μεταδρομάδην

From LSJ
Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρομάδην Medium diacritics: μεταδρομάδην Low diacritics: μεταδρομάδην Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΑΔΗΝ
Transliteration A: metadromádēn Transliteration B: metadromadēn Transliteration C: metadromadin Beta Code: metadroma/dhn

English (LSJ)

[μᾰ], Adv. A running after, following close upon, Il. 5.80, A.R.1.755, Opp.H.4.509 (with v.l. -τροπάδην).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend; Il. 5, 80; Ap. Rh. 1, 755. S. auch μεταδροπάδην.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδρομάδην: Ἐπίρρ., μεταδρομάδην ἔλασ’ ὦμον, «ἐπιδραμών, ἐπιδιώξας ἔπληξε...» (Σχολ.) Ἰλ. Ε. 80· - ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 4. 509 ὑπάρχει διάφ. γραφ. -τροπάδην.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courant après.
Étymologie: μετάδρομος, -δην.

English (Autenrieth)

adv., running after, Il. 5.80†.

Greek Monolingual

μεταδρομάδην (Α)
επίρρ. με καταδίωξη, τρέχοντας από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδρομή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].

Greek Monotonic

μεταδρομάδην: (δρόμος), επίρρ., τρέχοντας στο κατόπι, παρακολουθώντας στενά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταδρομάδην: (μᾰ) adv. преследуя, вдогонку, на бегу: μ. ἔλασ᾽ ὦμον Hom. (Эврипил) на бегу поразил в плечо (Гипсенора).

Middle Liddell

δρόμος
adv. running after, following close upon, Il.