λαχμός

From LSJ
Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχμός Medium diacritics: λαχμός Low diacritics: λαχμός Capitals: ΛΑΧΜΟΣ
Transliteration A: lachmós Transliteration B: lachmos Transliteration C: lachmos Beta Code: laxmo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, A = λάχος, Sch.Theoc.8.30, Eust.1521.48.
λαχμός (B), ὁ, A = λακτισμός, Antim.54.
λαχμός (C), ὁ, A v.l. for λάχνος (A) in Od.9.445, cf. Eust.1638.39, Hsch.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, von λαγχάνω, das Loosen, oft bei Schol. u. Sp., wie Ios. – Bei Hom. Od. 9, 445 ἀρνειὸς λαχμῷ στεινόμενος s. L, für λάχνος. ὁ, von λάζω, λάγδην, = λακτισμός, VLL. aus Antimach. fr. 64.

Greek (Liddell-Scott)

λαχμός: ὁ, διάφ. γραφὴ ἀντὶ λάχνος ἐν Ὀδ. Ι. 445.

Greek Monolingual

(I)
λαχμός, ὁ (Μ)
μερίδιο, κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. -λαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + κατάλ. -μός (πρβλ. θεσ-μός, χρησ-μός)].
(II)
λαχμός, ὁ (Α)
λακτισμός, κλότσημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ- (βλ. λαξ)].
(III)
λαχμός, ὁ (Α)
χνούδι, λάχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνος (Ι)].