υπερήμερος

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερήμερος, -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, -ον, Α
αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης
νεοελλ.
(νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας
αρχ.
1. αυτός που υπερβαίνει τον κατάλληλο χρόνο για την τέλεση έργου ή ενέργειας (α. «ὑπερήμεροί μοι τῶν γάμων αἱ παρθένοι» — πέρασαν πια τον καιρό της παντρειάς τα κορίτσια μου, Αναξανδρ.
β. «ὑπερήμερος τῆς ἀκροάσεως» — μεγάλος πια για να μαθητεύσει, Φιλόστρ.)
2. αυτός που για να γίνει απαιτείται χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της μιας ημέρας
3. (για πράγμ.) όψιμος (α. «ὑπερήμερος τοῡ βίου» — αυτός που διαρκεί πέρα από τον βίο κάποιου, που υπερβαίνει τα όρια της ζωής του, Λογγίν.)
4. φρ. α) «ὑπερήμερον λαμβάνω τινά» — έχω το δικαίωμα να ενεργήσω κατάσχεση σε κάποιον λόγω εκπρόθεσμης εκτέλεσης υποχρέωσης που είχε προς εμένα (Δημοσθ.)
β) «τὸ ὑπεράμερον τῶν ὁδέων» — πρόστιμο σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης διανομής αντικειμένου επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. ἐφ-ήμερος].