ἐπιφροσύνη
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (LSJ)
ἡ, A thoughtfulness, wisdom, εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε..Ἀθήνη Od.5.437 : in pl., ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι 19.22, cf. Hes.Th.658, A.R.4.1115 ; observation, Arat.762 ; prudent reserve, A.R.3.659 : also in late Prose, θεία ἐ. Ph.1.203, al. ; κατ' ἐπιφροσύνην J.AJ15.11.3 ; κατὰ τὴν Σεβαστοῦ Καίσαρος ἐ. Onos.Praef.1.
German (Pape)
[Seite 1001] ἡ, Verstand, Besonnenheit, Achtsamkeit, Od. 5, 437; ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι, Vernunft annehmen, 19, 22; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 659, plur. 4, 1115; Opp. Cyn. 4, 449. – Beobachtung, Arat. 762. – Bei Hes. Th. 658 Rath, aber l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφροσύνη: ἡ, (ἐπίφρων) φρόνησις, σύνεσις, εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη Ὀδ. Ε. 437· ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι Τ. 22· παρατήρησις, Ἄρατ. 762, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 659· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Φίλωνι, Ἰωσήπῳ, κλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
prudence, sagesse ; αἱ ἐπιφροσύναι conseils de la sagesse.
Étymologie: ἐπίφρων.
English (Autenrieth)
thoughtfulness, sagacity; pl. ἀνελέσθαι, assume discretion, Od. 19.22. (Od.)
Greek Monolingual
ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) επίφρων
1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.)
2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.)
3. παρατήρηση, επισκόπηση
4. συνετή επιφύλαξη.
Greek Monotonic
ἐπιφροσύνη: ἡ (ἐπίφρων), φρόνηση, σύνεση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφροσύνη: ἡ тж. pl. благоразумие, рассудительность Hom., Hes.
Middle Liddell
ἐπιφροσύνη, ἡ, ἐπίφρων
thoughtfulness, Od.