επιτηδεύω

From LSJ
Revision as of 12:26, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιτηδεύω) επιτήδειος
νεοελλ.
1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία
2. μέσ. επιτηδεύομαι
ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι
3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι
μσν.
1. επινοώ, μηχανεύομαι
2. παθ. κατορθώνω
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
1. ασκώ κάποιο επάγγελμα («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», Ηρόδ.)
2. (με απρμφ.) επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, συνηθίζω να κάνω κάτι («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», Ηρόδ.)
3. παθ. α) γίνομαι, διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)
β) (για σκύλο) εξασκούμαι από κάποιον σε κάτικύνας εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ κατά πόδας αἱρεῑν», Ξεν.)
4. (απόλ. σε μτχ. αορ.), ἐπιτηδεύσας
αντί του επίτηδες («ἐκείμην αὐτοῦ πλησίον ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)
6. φρ. «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — χωρίς καμιά προμελέτη έκ μέρους μας.