εξανθρωπίζω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξανθρωπίζω) εξάνθρωπος
μσν.- νεοελλ.
εξημερώνω, εκπολιτίζω
μσν.
παθ.
1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα)
2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες
αρχ.
1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο για άνθρωπο («σιτία ἐξηνθρωπισμένα», Ιπποκρ.)
2. φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους, συμπεριφέρομαι ως κοινός άνθρωπος («δεδιέναι μὴ ἐξανθρωπισθείητε»
[για αυτοκράτορες] να φοβάστε μήπως φανείτε ως κοινοί άνθρωποι, Συν.).