ἐξείλλω

From LSJ
Revision as of 08:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξείλλω Medium diacritics: ἐξείλλω Low diacritics: εξείλλω Capitals: ΕΞΕΙΛΛΩ
Transliteration A: exeíllō Transliteration B: exeillō Transliteration C: ekseillo Beta Code: e)cei/llw

English (LSJ)

A = ἐξειλέω, disentangle, τὰ ἴχνη, of hounds at a check, X. Cyn.6.15. 2 keep forcibly from, debar from, ἐάν τις ἐξείλλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας D.37.35, cf. Sol.Oxy.221 xiv 13; αἰ δέ χ' ὑπὸ πολέμω ἐγϝηληθίωντι ( ἐξειληθῶσι) Tab.Heracl.1.152. 3 force a stone from the urethra, prob. in Gal.19.659 (ἐξιλεῶσαι 'relieve the patient', Kühn).—ἐξίλλω is a v.l.

German (Pape)

[Seite 875] s. ἐξειλέω u. vgl. ἐξίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξείλλω: καὶ ἐξειλέω, ἐκτυλίσσω, ἀνακαλύπτω τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) εἴργω, κωλύω τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. ἐξούλης δίκη. 3) ἐκβάλλω λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) ἐκφεύγω, ἐκεῖθεν ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― ἐξίλλω εἶναι διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. εἴλω.

French (Bailly abrégé)

chasser de, déposséder de, gén..
Étymologie: var. de ἐξίλλω ; ἐξ, εἴλλω.

Greek Monolingual

ἐξείλλω (AM) είλλω
μσν.
ξεφεύγω, γλυτώνω
1. (για κυνηγετικά σκυλιά) ανακαλύπτω («ὑπὸ χαρᾱς καὶ μένους προϊᾱσιν ἐξείλλουσαι τὰ ἴχνη», Ξεν.)
2. εμποδίζω («ἐάν τις ἐξείλλῃ τινά τῆς ἐργασίας, ὑπόδικον ποιεῑ», Δημοσθ.)
3. βγάζω πέτρα από την ουρήθρα.

Greek Monotonic

ἐξείλλω:I. απαλλάσσω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, σε Ξεν.
II. κρατώ με τη βία από, αποστερώ κάποιον από κάτι, τινά τινος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξείλλω: Dem. v. l. = ἐξίλλω 2.

Middle Liddell


I. to disentangle, Xen.
II. to keep forcibly from, debar from, τινά τινος Dem.
B. e)ceile/w
1. to unfold, Luc.