επιπνέω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Greek Monolingual
ἐπιπνέω (AM) πνέω
1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.)
μσν.
αναπνέω
αρχ.
1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ.
β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (με σύστοιχη αιτ.) ξεφυσώ από τη μύτη ή το στόμα («λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς σέλας», Απολλ. Ρόδ.)
3. φυσώ μετά, κατόπιν
4. πνέω αντίθετα («ἐπιπνεῑ αὐτῷ [τῷ βορέᾳ] νότος», Θεόφρ.)
5. μτφ. παροτρύνω σε κάτι ή εναντίον κάποιου («Ἀργείοις ἐπιπνεύσας... Σπαρτῶν γένναν», Ευρ.)
6. μτφ. δίνω, χαρίζω κάτι («Μουσῶν προφῆται... ἐπιπεπνευκότες ἂν ἡμῖν τὸ γέρας», Πλάτ.)
7. μτφ. είμαι ευνοῑκός, βοηθώ («πολλάκις μὲν αὐτοῑς λαμπρᾱς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης», Πολ.)
8. φρ. «ἐπιπνέω τινί» — μπαίνω σαν πνεύμα μέσα σε κάποιον και τον εμπνέω («ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν», Πλάτ.).